- φαλαρος
- φάλαροςφάλαρος, φᾰλᾱρός3с белыми пятнами, по по друг. белый
(κύων Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κύων Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαλαρός — having a patch of white masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάλαρος — having a patch of white masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλαρος — α, ον, και φαλαρός, ά, όν, και ιων. τ. φάληρος, ον, Α (δωρ. τ.) 1. αυτός που είναι ολόκληρος ή σε ένα σημείο του λευκός («κύων ὁ φάλαρος», Θεόκρ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Φάλαρος α) όνομα κριού β) μυθ. γιος τού Άλκωνος και εγγονός τού… … Dictionary of Greek
φάλαρος — φάλᾱρος , φάλαρος having a patch of white masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαρά — φαλαρός having a patch of white neut nom/voc/acc pl φαλαρά̱ , φαλαρός having a patch of white fem nom/voc/acc dual φαλαρά̱ , φαλαρός having a patch of white fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαρόν — φαλαρός having a patch of white masc acc sg φαλαρός having a patch of white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλάροις — Φάλαρος having a patch of white masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλάροισιν — Φάλαρος having a patch of white masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλάρου — Φάλαρος having a patch of white masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλάρων — Φάλαρος having a patch of white masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλάρῳ — Φάλαρος having a patch of white masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)